εκλειπτική

εκλειπτική
η астр. эклиптика, зодиакальный круг

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εκλειπτική" в других словарях:

  • εκλειπτική — Η τροχιά της Γης γύρω από τον Ήλιο, η οποία είναι μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας. Κατά τη διάρκεια της κίνησης της Γης γύρω από τον Ήλιο, ο Ήλιος φαίνεται ότι κινείται στην ουράνια σφαίρα στο ίδιο επίπεδο και κατά την ίδια φορά. Επομένως ως …   Dictionary of Greek

  • εκλειπτική — η (αστρον.) 1. ο πιο μεγάλος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που διαγράφει ο Ήλιος στη δική του φαινομενική κίνηση ή που διαγράφει η Γη στην πραγματική της κίνηση, όταν περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο, ο ζωδιακός κύκλος. 2. το επίπεδο που ορίζει αυτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκλειπτικῇ — ἐκλειπτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλειπτική — ἐκλειπτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισημερία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται καθεμία από τις δύο ημερομηνίες του έτους κατά τις οποίες η διάρκεια της ημέρας είναι ίση με τη διάρκεια της νύχτας σε όλη τη Γη. Αυτό συμβαίνει όταν ο Ήλιος βρίσκεται ακριβώς πάνω από τον ισημερινό. Στο διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… …   Dictionary of Greek

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • κλόνηση — Κίνηση του άξονα της Γης, που εκδηλώνεται ως μία από τις συνέπειες της έλξης της Σελήνης. Όπως η κίνηση της μετάπτωσης των ισημεριών έχει ως συνέπεια τη μετάθεση της τομής του ισημερινού με την εκλειπτική κατά την ανάδρομη φορά, σε περίοδο… …   Dictionary of Greek

  • μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»